ανθρωποποιός
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek Monolingual
-ό (Α ἀνθρωποποιός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που διαπλάθει ενάρετους ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός που δημιουργεί, που παράγει ανθρώπους
2. ανδριαντοποιός, αυτός που κατασκευάζει ομοιώματα ανθρώπων (αντίθετο του θεοποιός).