ἀξονήλατος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A whirling on the axle, σύριγγες A.Supp.181.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξονήλᾰτος: -ον, περιστρεφόμενος περὶ ἄξονα, σύριγγες Αἰσχύλ. Ἱκ. 181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agité sur sa tige.
Étymologie: ἄξων, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

(ἀξονήλᾰτος) -ον movido por el eje σύριγγες A.Supp.181.

Greek Monolingual

ἀξονήλατος, -ον (Α)
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξων (-ονος) + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α' συλλαβής].