αξιοζήλευτος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου].