-η, -οεκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου].