-η, -ο (AM ἀπαράβατος, -ον)εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβείαρχ.1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι.