απλησίαστος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπλησίαστος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς, απρόσιτος
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυστηρός, δυσπρόσιτος.