αργυρολαμπής
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Greek Monolingual
ἀργυρολαμπής (-οῡς), -ές (AM)
η αργυρή διακόσμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λαμπής < λάμπω.
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
ἀργυρολαμπής (-οῡς), -ές (AM)
η αργυρή διακόσμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λαμπής < λάμπω.