ἀρρενομίκτης

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἀρρενοκοίτης, (ἀρσ-) Man.4.590.

Greek Monolingual

ἀρρενομίκτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].