αρχισυναγωγός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)
αυτός που φέρνει ένωση και ομόνοια, ο κατεξοχήν συμφιλιωτικός («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγός, -όν < συνάγω.