ασυναγώνιστος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται εκτός συναγωνισμού, ο ακαταγώνιστος
2. (για τιμές εμπορευμάτων) ο υπερβολικά χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + συναγωνίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ανέστη Κωνσταντινίδη].