ατραυμάτιστος
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτραυμάτιστος, -ον)
μη τραυματισμένος, άτρωτος
αρχ.
αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα.
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
-η, -ο (AM ἀτραυμάτιστος, -ον)
μη τραυματισμένος, άτρωτος
αρχ.
αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα.