αυτόθερμος
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
αὐτόθερμος, -ον (Α)
θερμός καθ' εαυτόν, με δική του θερμότητα.
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
αὐτόθερμος, -ον (Α)
θερμός καθ' εαυτόν, με δική του θερμότητα.