βαβαλίζω
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Spanish (DGE)
mecer, adormecer con arrullos fig. δουλεύσει τὸ ἡγεμονικὸν βαβαλίσαντι ... ἔρωτι Nil.M.79.541B.
Greek Monolingual
(Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) βαυβώ
κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω
νεοελλ.
περιποιούμαι.