βραχυτράχηλος
English (LSJ)
[τρᾰ], ον,
A short-necked, Pl.Phdr.253e, Arist.HA597b26.
German (Pape)
[Seite 463] kurzhalsig, Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 8, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων βραχὺν τὸν τράχηλον, Πλάτ. Φαίδρ. 253Ε, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le cou est court, trapu.
Étymologie: βραχύς, τράχηλος.
Spanish (DGE)
-ον
de cuello corto de animales, Pl.Phdr.253e, Arist.HA 597b26, D.S.2.51, Gp.16.2.1.
Greek Monolingual
βραχυτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαμηλό τράχηλο, ο κοντόλαιμος.