γκιλοτίνα
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
και γιλοτίνα, η
λαιμητόμος, καρμανιόλα, για τον αποκεφαλισμό τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guillotine, από το όνομα του Γάλλου γιατρού Guillotin που την εφεύρε για τις εκτελέσεις τών καταδίκων στα τέλη του 18ου αιώνα].