γκιλοτίνα

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

και γιλοτίνα, η
λαιμητόμος, καρμανιόλα, για τον αποκεφαλισμό τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guillotine, από το όνομα του Γάλλου γιατρού Guillotin που την εφεύρε για τις εκτελέσεις τών καταδίκων στα τέλη του 18ου αιώνα].