γλιστρίδα
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) γλιστρώ
1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα
2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» — φλυαρεί ακατάσχετα.