γλυκάνισο

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το και γλυκάνισος, ο (AM γλυκάνισον, το)
το φυτό άνισον και κυρίως το άνισο το κοινό
2. τα σπέρματα του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άνισον].