δακτυλοφύλακας

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

ο
μετάλλινο έλασμα της λαβής με το οποίο προστατεύονται τα δάχτυλα του ξιφομάχου από χτυπήματα του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + φύλακας. Η λ. (δακτυλοφύλαξ) μαρτυρείται από το 1872 στον Νικόλ. Πύργο].