δενδροαποσκίασμα
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
δενδροαποσκίασμα και δενδροαπεσκίασμα, το (Μ)
σκιά δένδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο (ν) + αποσκίασμα «σκιά»].