γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
δενδραῑος, -α, -ον (Α) δένδρονόποιος παράγεται ή προέρχεται από δένδρο.