διεξοδικότητα

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του διεξοδικού
2. διεξοδική διήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεξοδικός. Η λ. διεξοδικότης μαρτυρείται από το 1873 στον Νικόλ. Κονεμένο].