διεξοδικότητα
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του διεξοδικού
2. διεξοδική διήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεξοδικός. Η λ. διεξοδικότης μαρτυρείται από το 1873 στον Νικόλ. Κονεμένο].
η
1. η ιδιότητα του διεξοδικού
2. διεξοδική διήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεξοδικός. Η λ. διεξοδικότης μαρτυρείται από το 1873 στον Νικόλ. Κονεμένο].