διαχείριση

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α)
διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία
νεοελλ.
ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά.