διαχείριση
Greek Monolingual
η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α)
διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία
νεοελλ.
ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά.
η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α)
διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία
νεοελλ.
ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά.