δισκοπότηρο
Greek Monolingual
το (Μ δισκοπότηρον και δισκοποτήριον)
1. το άγιο ποτήριο της θείας κοινωνίας μαζί με τον δίσκο
2. το άγιο ποτήριο
3. κάθε αντικείμενο που έχει το σχήμα του ποτηριού της θείας κοινωνίας
νεοελλ.
στον πληθ. τα δισκοπότηρα
το σύνολο τών δίσκων και ποτηριών σπιτιού, καφενείου κ.λπ.