διοξείδιο

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

και (ορθότερον) διοξίδιο, το
χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα όξινα οξείδια που το μόριο τους περιέχει δύο (2) άτομα οξυγόνου (π.χ. CO2, διοξείδιο του άνθρακα κ.ά.).