δυσκολοβάσταχτος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. δυσβάστακτος
2. μτφ. αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει κανείς
3. αυτός που δύσκολα συγκρατείται.