ειδωλολατρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία και στους ειδωλολάτρες («ειδωλολατρική θρησκεία»)
2. ο υπερβολικός σε αφοσίωση («ειδωλολατρικός θαυμασμός»).
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία και στους ειδωλολάτρες («ειδωλολατρική θρησκεία»)
2. ο υπερβολικός σε αφοσίωση («ειδωλολατρικός θαυμασμός»).