εκατοχρονίτης
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο)
1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης
2. ο πολύ ηλικιωμένος.