ἐμβαμμάτιον
English (LSJ)
[μᾰ], τό, Dim. of foreg., Anaxipp.1.35.
German (Pape)
[Seite 805] τό, dim. zum Vorigen, Anaxipp. bei Ath. IX, 404 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἄνθιππ. ἢ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 35.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-μᾰ-]
salsitapara acompañar pescados, Anaxipp.1.35, cf. Eust.1585.60.
Greek Monolingual
ἐμβαμμάτιον, το (Α)
η σαλτσούλα.