έμμοχθος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)
αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης
αρχ.
(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.
-η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)
αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης
αρχ.
(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.