ενυπόστατος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐνυπόστατος, -ον)
αυτός που ενυπάρχει, που έχει υπόσταση, ύπαρξη, πραγματικός, υπαρκτός («ενυπόστατη κατηγορία»).
επίρρ...
ἐνυποστάτως
1. προσωπικά, ως πρόσωπο
2. πραγματικά, ουσιαστικά, αληθινά.