ενυπνιάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

(AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι)
(νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι
μσν.
μέσ.
1. οραματίζομαι
2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω.