ενυπνιάζομαι
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
(AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι)
(νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι
μσν.
μέσ.
1. οραματίζομαι
2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω.