επιβαρυντικός

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αυξάνει το βάρος
2. αυτός που προκαλεί επιδείνωση («επιβαρυντικά στοιχεία»)
3. (για αρρώστια) αυτός που παρουσιάζει επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].