εραννός

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

ἐραννός, -ή, -όν (Α)
1. θελκτικός, ευχάριστος («Καλυδῶνος ἐραννῆς», Ομ. Ιλ.)
2. νεοπλατ. φιλοσ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐραννόν
όραμα που δίνει μακαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερασ-νός, (όπου -σν-