ηισχυρή θέρμανση, πύρωση μετάλλου μέχρι να γίνει κόκκινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πύρωση. Η λ. στον λόγιο τ. ερυθροπύρωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Δαμβέργη].