ἑτοιμοεγρήγορος
English (LSJ)
ὕπνος
A light sleep, Steph.in Hp.1.146 D.
Greek Monolingual
ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].
ὕπνος
A light sleep, Steph.in Hp.1.146 D.
ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].