Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
εὔερος, -ον (Α)βλ. εύειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύειρος].