εὐξύμβλητος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.

German (Pape)

[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.

French (Bailly abrégé)

att. c. εὐσύμβλητος.

Greek Monolingual

εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος.