ευσπλαγχνικός
Greek Monolingual
και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, -ή, -ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, -ή, -ον) εύσπλαγχνος
φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός.
και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, -ή, -ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, -ή, -ον) εύσπλαγχνος
φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός.