εφτάστομος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
-η, -ο
επτάστομος, που έχει επτά στόματα ή στόμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + στόμα.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
-η, -ο
επτάστομος, που έχει επτά στόματα ή στόμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + στόμα.