ημικαντόνιο
Greek Monolingual
το
αυτόνομο καντόνιο που προήλθε από διαίρεση ενός πλήρους καντονίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + καντόνιο «διοικητική περιφέρεια»].
το
αυτόνομο καντόνιο που προήλθε από διαίρεση ενός πλήρους καντονίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + καντόνιο «διοικητική περιφέρεια»].