στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α)μισή χοίνιξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων»].