φιλέω

Revision as of 01:21, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Aeol. φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy.1787 Fr.1 + 2.24; 2sg. φίλησθα Ead.22; late 3pl.

   A φίλεισι Epigr.Gr.990.12 (Balbill.): Boeot. φίλειμι Hdn.Gr.2.930: Ep. inf. φιλήμεναι Il.22.265: Ion. and Ep. impf. φιλέεσκε 3.388, al.: fut. φιλήσω, Ep. inf. φιλησέμεν Od.4.171: aor. 1 ἐφίλησα Pi.P.2.16, etc.: pf. πεφίληκα ib. 1.13:—Med., Poet. 1 aor. ἐφῑλάμην; 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; 3pl. φίλαντο Lyc.274; imper. φῖλαι Il.5.117, 10.280; subj. φίλωνται h.Cer.117, Hes.Th.97; but φίλατο as Pass., A.R.3.66; also part. φιλάμενος IG14.1549 (Rome):—Pass., fut. Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: fut. 3 πεφιλήσομαι Call. Del.270: aor. ἐφιλήθην E.Hec.1000, Pl.Phdr.253c: Ep. 3pl. ἐφίληθεν Il.2.668: pf. πεφίλημαι Pi.N.4.45, X.An.1.9.28; Dor. part. πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3. [ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: (φίλος):— love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R.334c, Arist.Rh.1380b34; φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men, φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (also ὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς . . παντοίην φιλότητα Od.15.245, cf. Il.9.117); μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94; εἰ . . Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370; αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23; λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66; ὃν δ' ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς A.Ch.907; μάλιστά σ' . . ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El.1363; ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος Men.125; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel.999, Med.86, etc.:—Pass., to be beloved by one, ἐκ Διός Il.2.668; παρ' αὐτῇ 13.627, etc.; τινι E.Hec.1000.    2 treat affectionately or kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.; φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15; ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42; ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι . . φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543, cf. 14.322; θεὸς (i. e. Calypso) ἥ με . . ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281.    3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr.231c; ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr.70a6; but φ. is used of lovers, ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325; Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924; οὐκ ἔστ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ E.Tr.1051, cf. Hdt.4.176 (Pass.), Ar.Lys.905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς . . τὴν αὐτοῦ φιλέει (cherishes her) καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Il.9.343, cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib.450; but ἐμὲ . . ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com., ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq.1341.    b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν.    4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5; κατὰ τὸ στόμα AP5.284 (Agath.); φιλήσω . . τὸ σὸν κάρα S.OC1131; πατέρα . . περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag.1559 (anap.), cf. Ar.Av.671,674, Pl.Phdr.255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ . . τὸν Ἄδωνιν . . ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c.    5 of things as objects of love, like, approve, σχέτλια ἔργα Od.14.83; ἀοιδάν Pi.N.3.7; οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων . . τέρψιας P.9.18, etc.; αἰσχροκέρδειαν S.Ant.1056, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.); Πράμνιον οἶνον Ephipp.28.    6 of things as the subject, ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48; ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39.    7 in making a request, οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1010; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perh. in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend').    II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do, φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου . . φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228; Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12, cf. P.3.18; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις . . ὕβριν A.Ag.763 (lyr.); τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj.989, etc.; rarely with part. for inf., φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl.645.    2 of things, events, etc., αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp.769; ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304; φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦθ' ἑτέρᾳ τρέπεσθαι Ar.Nu.813 (lyr.); φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125; ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp.182c: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R.494c, al.; οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R.467b; ὁποῖα φ. Luc.Am.9.    3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν . . Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ . . λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for... Plu.Pomp. 73.