λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
ἱματίζω (Α) ιμάτιονντύνω («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ).