ισοκέλευθος
Greek Monolingual
ἰσοκέλευθος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται στον ίδιο δρόμο με άλλον
2. μτφ. κοινός, συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + κέλευθος «δρόμος»].
ἰσοκέλευθος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται στον ίδιο δρόμο με άλλον
2. μτφ. κοινός, συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + κέλευθος «δρόμος»].