ισορροπώ
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσορροπῶ, -έω) ισόρροπος
1. έχω ισορροπία
2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, -η, -ο
αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος.