κακομορφία

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ,

   A ill shape, ugliness, Gloss.; gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec.240.

Greek (Liddell-Scott)

κακομορφία: ἡ, κακὴ μορφή, ἀσχημία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α κακομορφία) κακόμορφος
(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία του Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια.