καλογέννητος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα
2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη
αυτή που γέννησε εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος].