καρυοκοκκύμηλον
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Greek Monolingual
καρυοκοκκύμηλον, τὸ (Α)
δαμάσκηνο που μοιάζει με καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοκκύμηλον.