κατάντλησις

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

εως, ἡ, = foreg., Hp.Medic.3, Antyll. ap. Orib.9.23.1, Gal.10.237.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.

Greek Monolingual

κατάντλησις, ἡ (Α) καταντλώ
η επίχυση άφθονου ύδατος.