κατεκδικώ
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Greek Monolingual
κατεκδικῶ, -έω (Μ)
εκδικούμαι πλήρως.
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
κατεκδικῶ, -έω (Μ)
εκδικούμαι πλήρως.