κερχναλέος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

German (Pape)

[Seite 1426] = κερχαλέος, Galen.

Greek Monolingual

κερχναλέος, -α, -ον (Α)
δ. γρφ. του κερχαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος.